- ἀγγελικοί
- ἀγγελικόςofmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αγγελικοί — Χριστιανική αίρεση του 4ου αι. στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την οποία μνημονεύει ο Επιφάνιος Κύπρου και καταδικάζει ο άγιος Αυγουστίνος στο έργο του Περί αιρετικών (De haeresibus).Οι Α. απέδιδαν θεία λατρεία στους αγγέλους και… … Dictionary of Greek
ангельскыи — (283) пр. 1.Пр. к ангелъ в 1 знач.: и тако многашьды приходѩщемъ имъ. и тъ гла (с) аньгельскыи слышащемъ. ЖФП XII, 46г; и гла(с) анг҃льскыи слышахоу мнози. ПрЛ XIII, 118г; бы(с) дѣтищю ѥтероу въсхыщеноу быти ѡ(т) людии и наоучитисѩ ѡ(т)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)